Σάββατο, 23 Σεπτεμβρίου, 2023
spot_img
ΑρχικήStoriesΗ συμμετοχή της Θράκης στην επανάσταση του 1821

Η συμμετοχή της Θράκης στην επανάσταση του 1821

Γράφει ο Γεώργιος Μάνος 

Γεωπόνος, Οικονομολόγος, Ιστορικός ερευνητής, συγγραφέας

Η συμμετοχή της Θράκης στην επανάσταση του 1821

 

Αφύπνιση της εθνικής συνείδησης

Η επανάσταση του 1821 δεν προέκυψε ξαφνικά. Χρειάστηκαν αιώνες ψυχικής και πνευματικής προπαρασκευής του υπόδουλου ελληνισμού για να αφυπνιστεί η εθνική του συνείδηση και να ξεσηκωθεί. Και σε αυτή την προπαρασκευή, η συμμετοχή της Θράκης ήταν καθοριστική.

Για να σχηματίσουμε μια ολοκληρωμένη εικόνα για αυτή τη συμμετοχή, είναι απαραίτητη μια μικρή αναδρομή στα πρώτα χρόνια της τουρκοκρατίας. Οι Τούρκοι πάτησαν πόδι στη Θράκη το 1354 στην Καλλίπολη, και το 1361 κατέλαβαν την Αδριανούπολη όπου μετέφεραν την πρωτεύουσά τους από την Προύσα.

 

Άρχισε, στη Θράκη, τότε μια μακρά σκοτεινή περίοδος, κατά την οποία ο Ρωμιός ήταν έρμαιο στις ορέξεις των φανατικών μουσουλμάνων, οι οποίοι είχαν απόλυτο δικαίωμα στη ζωή και την περιουσία του. Ο φόρος αίματος ασήκωτος. Σφαγές, λεηλασίες, βίαιοι εξισλαμισμοί, καταστροφή σχολείων και εκκλησιών, σκλαβοπάζαρα, αρπαγές γυναικών και ασήκωτη φορολογία με πιο αποτρόπαιο φόρο το  παιδομάζωμα, την  αρπαγή ενός αγοριού από κάθε οικογένεια που ίσχυσε ως το 1638.

 

Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, που όλα τα ’σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά, ο Ρωμιός μόνο μια έννοια είχε, πώς θα σώσει τη ζωή του και τη ζωή των παιδιών του. Η παιδεία και η θρησκευτική λατρεία ξεσπιτώθηκαν. Τα σχολεία του και εκκλησίες του λεηλατήθηκαν και καταστράφηκαν. Δάσκαλοι και παπάδες γλίτωσαν ελάχιστοι. Ελπίδα, καμιά. Στήριγμα, κανένα. Μόνη του καταφυγή, τα ήθη, τα έθιμα και οι παραδόσεις του, που τον συνέδεαν με το λαμπρό παρελθόν του και τον βοηθούσαν να μην ξεχάσει ποιος είναι, να μη χάσει την ταυτότητά του. Για να αντέξει, έκανε ακόμη και τον πόνο του, θρύλο και τραγούδι.

Τ’ αηδόνια της Ανατολής και τα πουλιά της Δύσης

Κλαίγουν αργά κλαίγουν ταχιά, κλαίγουν το μεσημέρι

Κλαίγουν την Αδριανούπολη την πολυκουρσεμένη

Και το άλλο για την Πόλη:

Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γη, σημαίνουν τα επουράνια

Σημαίνει κι η Αγια-Σοφιά , το Μέγα Μοναστήρι

και καταλήγει

Πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θα ’ναι.

Και πολλά ακόμη, που μεταφέρονταν από γενιά σε γενιά, και τους έδιναν κουράγιο.

 

Οι ελάχιστοι παπάδες που γλίτωσαν, τελούσαν τα μυστήρια, πάντα με το φόβο, σε κάποιο σπίτι ή σε κάποια αποθήκη. Εκεί δίδασκαν γραφή και ανάγνωση από το ψαλτήρι και το Οκταήχι, Εκεί μάθαιναν τα ελληνόπουλα ότι δεν ήταν πάντα σκλάβοι. Αυτό ήταν το Κρυφό Σχολειό.

 

Μετά την άλωση της Πόλης το 1453, ο Μωάμεθ παραχώρησε στον Πατριάρχη Γεννάδιο τα γνωστά προνόμια. Εκτός από θρησκευτικό αρχηγό, τον αναγνώρισε και ως πολιτικό αρχηγό (μιλέτ μπασί=εθνάρχη), όλων των Ορθοδόξων Χριστιανών, με δικαίωμα να τους οργανώσει διοικητικά και κοινωνικά. Ως αντάλλαγμα, ο πατριάρχης ανέλαβε την ευθύνη και την υποχρέωση να ελέγχει τους χριστιανούς ώστε να είναι υπάκουοι και νομιμόφρονες. (Θα δούμε στο τέλος πώς πλήρωσαν το 1821 οι πατριάρχες και οι μητροπολίτες αυτή την ευθύνη).

 

  • Για τη διοικητική οργάνωση των ορθοδόξων, που ήταν διαλυμένοι, ο πατριάρχης αναβίωσε τον θεσμό των αυτοδιοικούμενων κοινοτήτων. Η εποπτεία τους ανατέθηκε στους μητροπολίτες, ενώ η διοίκηση στις δημογεροντίες. Εκτός από την αντιμετώπιση καθημερινών θεμάτων, οι κοινότητες είχαν και αρμοδιότητες απονομής δικαιοσύνης, για αστικές διαφορές και για υποθέσεις οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου.

 

  • Η οικονομική οργάνωση, όμως, ήταν ακόμη πιο δύσκολη. Μετά την κατάκτηση, η γεωργία και τα επαγγέλματα εξαφανίστηκαν. Οι αγρότες και οι επαγγελματίες ή σφάχτηκαν, ή πουλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα ή πήραν τα βουνά. Στη θέση τους, μεταφέρθηκαν μουσουλμάνοι έποικοι από τη Μικρά Ασία οι οποίοι, όμως, δεν είχαν καμιά σχέση με τη γεωργία και τις τέχνες. Έπεσε πείνα και δυστυχία παντού. Μέχρι και η πρωτεύουσα αντιμετώπιζε σοβαρές ελλείψεις βασικών αγαθών και υπηρεσιών. Μπροστά στο αδιέξοδο, η οθωμανική κυβέρνηση απευθύνθηκε στους χριστιανούς που είχαν φύγει στα βουνά και αφού εγγυήθηκε για τη ζωή τους, τους κάλεσε να επιστρέψουν, ενώ ταυτόχρονα μετέφερε με τη βία στη Θράκη χριστιανούς αγρότες από άλλες περιοχές, να καλλιεργήσουν τη γη για τις ανάγκες της Κωνσταντινούπολης. Παράλληλα, για να προσελκύσει επαγγελματίες, απάλλαξε τους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης απ’ το παιδομάζωμα και μείωσε τη φορολογία των επαγγελματιών στις μεγάλες πόλεις.

 

Η χριστιανοί όμως ήταν κατατρομαγμένοι και δύσπιστοι. Λίγοι τολμηροί στην αρχή, περισσότεροι στη συνέχεια, άρχισαν σιγά σιγά να συγκεντρώνονται, οι γεωργοί στην ύπαιθρο, και οι επαγγελματίες και οι λόγιοι στην Κωνσταντινούπολη και στις άλλες θρακικές πόλεις. Η Θράκη δειλά δειλά άρχισε να ξαναζωντανεύει, μέχρι που στην Κωνσταντινούπολη, την Αδριανούπολη και τη Φιλιππούπολη, οργανώθηκαν οι πρώτες συντεχνίες, τα συνάφια. Όπου δεν υπήρχε ανταπόκριση έγιναν υποχρεωτικές μεγάλες μαζικές μετακινήσεις.

 

Με τον καιρό, οι κοινότητες και οι συντεχνίες άρχισαν να παρεμβαίνουν και στην παιδεία, με την ανέγερση και λειτουργία εκπαιδευτηρίων ή «Σχολών», όπως ονόμαζαν τα σχολεία.

 

Οι σπουδαιότερες σχολές της Θράκης, που μέσα από την ελληνική παιδεία, συνέβαλαν στην αφύπνιση της εθνικής συνείδησης των υπόδουλων Ελλήνων, τους πρώτους αιώνες της τουρκοκρατίας κόντευε να χαθεί, ήταν πολλές.

 

Η Μεγάλη του Γένους Σχολή στην Κωνσταντινούπολη. Ιδρύθηκε από τον πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο, το 1453 αμέσως μετά την άλωση. Εκεί συγκεντρώθηκαν σε βάθος χρόνου και δίδαξαν Έλληνες λόγιοι που είχαν σκορπίσει τα πρώτα χρόνια. Πολλοί από τους απόφοιτους της Σχολής κατέλαβαν τα αξιώματα του Μεγάλου Βεζίρη και του Μεγάλου διερμηνέα της Πύλης, ενώ άλλοι τοποθετήθηκαν Ηγεμόνες της Μολδοβλαχίας (Φαναριώτες).

 

Η Ελληνική Σχολή Αδριανουπόλεως, η πιο παλιά σχολή της Θράκης. Σταμάτησε τη λειτουργία της το 1361 με την κατάκτηση της Αδριανούπολης και ξαναλειτούργησε μετά το 1540.

 

Στη Βόρεια Θράκη οι Ελληνικές Σχολές Φιλιππουπόλεως, Αγχιάλου, Σωζοπόλεως και Στενημάχου.

 

Στην Ανατολική Θράκη οι σχολές Σκοπού, Σαράντα Εκκλησιών, Ραιδεστού, Σηλυβρίας, Μαδύτου, Καλλιπόλεως, Αίνου και Επιβατών. Η τελευταία Λειτουργούσε πριν από την επανάσταση του 1821, καταστράφηκε από πυρκαγιά το 1862, και στη θέση τους ο Σαράντης Αρχιγένης έχτισε το 1866 τα Αρχιγένεια Εκπαιδευτήρια.

 

Οι σχολές αυτές έγιναν το φυτώριο μέσα από το οποίο ξεπήδησαν φλογεροί δάσκαλοι, που δίδαξαν τα ελληνικά γράμματα σε πόλεις και χωριά και κατέστησαν τη Θράκη κιβωτό της ελληνικής παιδείας. Αυτοί, έσπειραν το σπόρο της λευτεριάς και της επανάστασης. Μαθητές τους ήταν οι μεγάλες προσωπικότητες της Θράκης που αναδείχτηκαν σε κορυφαία στελέχη της Φιλικής Εταιρείας και θυσίασαν στον αγώνα του ’21, τη ζωή τους και την περιουσία τους.

 

Θρακιώτες δάσκαλοι του Γένους

Ας δούμε ποιοι ήταν οι σπουδαιότεροι Θρακιώτες δάσκαλοι του Γένους, που ενέπνευσαν τους Έλληνες και συνέβαλαν στην εξάπλωση της ελληνικής παιδείας στη διάρκεια της τουρκοκρατίας.

 

Γεννάδιος Σχολάριος.

Ο πρώτος οικουμενικός πατριάρχης μετά την άλωση. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1400. Ήταν διάσημος νομομαθής, έξοχος θεολόγος και φιλόσοφος. Με τις ικανότητές του, κατόρθωσε να στηρίξει την εκκλησία και τους υπόδουλους Έλληνες και να τους γλιτώσει από τον αφανισμό, τα πρώτα μαύρα χρόνια της σκλαβιάς.

 

Ο οικουμενικός Πατριάρχης Ιερεμίας Β΄, ο Τρανός.

Γεννήθηκε στην Αγχίαλο της Θράκης το 1536 και αποφοίτησε από τη διάσημη Σχολή της Αγχιάλου. Διέτρεξε όλες τις περιοχές του Οικουμενικού Πατριαρχείου ιδρύοντας ελληνικά σχολεία. Για την εθνική του δράση, καθαιρέθηκε και εξορίστηκε στη Ρόδο, με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας.

 

Θεόκλητος Πολυείδης.

Γεννήθηκε στην Αδριανούπολη γύρω στο 1690. Σπούδασε στην Αδριανούπολη και την Κωνσταντινούπολη. Έγινε μοναχός στο Άγιο Όρος, μετά εφημέριος στην Ουγγαρία και τις παραδουνάβιες χώρες, δάσκαλος σε σχολεία της Μακεδονίας, ενώ περιόδευσε σε Ρωσία και Γερμανία για να δημιουργήσει φιλελληνικό ρεύμα. Ήταν οραματιστής της εξέγερσης των Ελλήνων και θεωρείται ο πρόδρομος του Ρήγα Φεραίου.

 

Ο οικουμενικός Πατριάρχης Κύριλλος ο ΣΤ¨.

Γεννήθηκε στην Αδριανούπολη το 1775. Το 1810 αναδείχτηκε μητροπολίτης Αδριανουπόλεως. Περιόδευε στα χωριά της περιφερείας του, ιδρύοντας σχολεία και διδάσκοντας την ελληνική γλώσσα. Το 1813 αναδείχτηκε Οικουμενικός Πατριάρχης. Για την εθνική του δράση, με απόφαση του σουλτάνου, καθαιρέθηκε και εξορίστηκε στο Άγιο Όρος και στη συνέχεια στην πατρίδα του την Αδριανούπολη, όπου και απαγχονίστηκε. (Θα το δούμε παρακάτω).

 

Γεώργιος Γεννάδιος. Ο μεγάλος δάσκαλος του Γένους γεννήθηκε, το 1786 στη Σηλύβρια της Ανατολικής Θράκης. Σπούδασε στα Γιάννενα, το Βουκουρέστι και τη Γερμανία. Ύστερα από πρόσκληση του Καποδίστρια (υπουργός εξωτερικών της Ρωσίας) ίδρυσε στην Οδησσό Ελληνική Σχολή. Το 1814 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία, γύρισε στο Βουκουρέστι και δίδαξε εκεί στην Ελληνική Σχολή του Λάμπρου Φωτιάδη, όπου με τα φλογερά του λόγια περί ελευθερίας ξεσήκωσε τους Έλληνες και προετοίμασε την επανάσταση στις παραδουνάβιες χώρες. Οι μαθητές του ήταν από τους πρώτους που στρατεύτηκαν στον Ιερό Λόχο υπό τον Αλέξανδρο Υψηλάντη.

 

Μετά το ολοκαύτωμα του Ιερού Λόχου στο Δραγατσάνι, πήγε στη Γερμανία, και το 1824 κατέβηκε στην επαναστατημένη Ελλάδα, όπου ζώστηκε τα άρματα και πήρε μέρος στην επιχείρηση της Εύβοιας υπό τον φιλέλληνα Φαβιέρο. Η επιχείρηση απέτυχε και ο ίδιος σώθηκε από ένα ψαριανό πλοίο που τον μετέφερε σε κακή κατάσταση στη Σύρο. Το 1826 μετά την πτώση του Μεσολογγίου και την κάθοδο του Ιμπραήμ, βρέθηκε στο Ναύπλιο, όπου με τα πατριωτικά του κηρύγματα αναπτέρωσε το ηθικό των Ελλήνων και έσωσε την επανάσταση.

 

Μετά την ίδρυση του Ελληνικού κράτους, αφού δίδαξε στη Σύρο και την Τήνο, με εντολή του Καποδίστρια ίδρυσε στην Αίγινα Κεντρικό Σχολείο, το πρώτο κανονικό σχολείο στην ελεύθερη Ελλάδα, το οποίο επί Όθωνος μεταφέρθηκε στην Αθήνα ως Γυμνάσιο, όπoυ ο Γεννάδιος συνέχισε να διδάσκει. Όταν ιδρύθηκε το Πανεπιστήμιο Αθηνών, η κυβέρνηση τον διόρισε καθηγητή Ιστορίας της Φιλολογίας, αλλά δεν δέχτηκε. «Αν πάμε όλοι στο Πανεπιστήμιο, ποιος θα διδάξει στα κατώτατα σχολεία. Αλίμονο στην οικοδομή που έχει στερεά στέγη και σαθρά θεμέλια», είπε και παρέμεινε δάσκαλος στο Γυμνάσιο.

 

Πέθανε το 1854 και τον θρήνησε το πανελλήνιο. Στο  μνημόσυνό του το 1855, ο ποιητής Παναγιώτης Σούτσος είπε: «Όταν ομιλούμε, ώ Έλληνες, για τον Γεννάδιο, οφείλουμε να μιλάμε ασκεπείς, διότι επρόκειτο περί ανδρός του οποίου ο νους, η γλώσσα και η καρδία ήταν Πατρίδα».

 

Από τα παραπάνω, προκύπτει ότι η Θράκη, υπήρξε πράγματι η κιβωτός της ελληνικής παιδείας και εστία της πνευματικής προετοιμασίας των υπόδουλων Ελλήνων για τον ξεσηκωμό. Θα περίμενε κανείς και η ένοπλη εξέγερση στη Θράκη να είναι καθολική. Όμως σοβαροί λόγοι δεν επέτρεπαν ένα τέτοιο εγχείρημα.

 

 

  • Στη Θράκη ήταν συγκεντρωμένος ο κύριος όγκος του Οθωμανικού στρατού για την προστασία της πρωτεύουσας.
  • Στη Θράκη υπήρχαν μεγάλοι μουσουλμανικοί πληθυσμοί, που είχαν μεταφερθεί από τη Μικρά Ασία μετά την κατάκτησή της. Το 1821 στη Θράκη για κάθε Τούρκο αναλογούσε ένας Έλληνας, ενώ

στην επαναστατημένη Ελλάδα για κάθε Τούρκο αναλογούσαν 14 Έλληνες.

  • Στη Θράκη δεν υπήρχαν, λόγω του ομαλού της εδάφους, απρόσιτα κρησφύγετα κλεφτουριάς, όπως στην Πελοπόννησο και τη Στερεά. με εξαίρεση κάποια ορεινά συγκροτήματα.

 

Γίνεται, λοιπόν, φανερό πως η Θράκη βρισκόταν διαρκώς κάτω από το άγρυπνο βλέμμα των Τούρκων και οποιαδήποτε επαναστατική κίνηση θα γινόταν αμέσως αντιληπτή και θα καταπνιγόταν στη γέννησή της, κάτι που δεν ίσχυε για τις απομακρυσμένες περιοχές, με ορεινό ανάγλυφο, όπου υπήρχαν μικρές στρατιωτικές δυνάμεις, οι ενισχύσεις έπρεπε να διανύσουν μεγάλες αποστάσεις και η δημογραφική σύνθεση ήταν υπέρ των Ελλήνων.

 

Παρά την ύπαρξη, όμως, των δυσμενών παραγόντων που προαβαφέρθηκαν, η συμμετοχή της Θράκης στον απελευθερωτικό αγώνα του 1821, ήταν μεγάλη και εκφράστηκε με ποικίλους τρόπους.

Οι Θρακιώτες συμμετείχαν

  • στη Φιλική Εταιρεία,
  • στον Ιερό Λόχο,
  • σε τοπικές εξεγέρσεις και επαναστάσεις,
  • σε επιχειρήσεις της ξηράς στην Πελοπόννησο και τη Στερεά, και
  • σε ναυτικές επιχειρήσεις στο Αιγαίο.
  • Τέλος, η Θράκη πλήρωσε βαρύ φόρο αίματος, σε αντίποινα για την κήρυξη της Επανάστασης. πατριάρχες, μητροπολίτες και χιλιάδες τοπικοί άρχοντες, επώνυμοι Έλληνες, αλλά και άμαχοι, έπεσαν θύματα της τουρκικής θηριωδίας.

 

  1. Συμμετοχή των Θρακιωτών στη Φιλική Εταιρία

 

Η αφύπνιση της εθνικής συνείδησης των Ελλήνων μέσα από την παιδεία και η δημιουργία φιλελληνικού κλίματος στην Ευρώπη, δημιούργησαν ένα κλίμα ξεσηκωμού για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα ιδρύθηκε το 1814, στην Οδησσό, η Φιλική Εταιρεία.       Σκοπός της, η γενική επανάσταση των Ελλήνων, για την «ανέγερσιν και απελευθέρωσιν του Ελληνικού Έθνους και της Πατρίδoς μας».

 

Ιδρυτές της, ο Εμμανουήλ Ξάνθος, ο Νικόλαος Σκουφάς και ο Αθανάσιος Τσακάλωφ. Τέταρτο μέλος της, ο Θρακιώτης Αντώνιος Κομιζόπουλος, έμπορος στη Μόσχα, του οποίου η οικία στη Φιλιππούπολη σώζεται και είναι σήμερα εθνογραφικό μουσείο.

Από τη Φιλιππούπολη ήταν και ο μεγάλος πατριώτης και εθνικός ευεργέτης Γρηγόριος Μαρασλής, που ζούσε στην Οδησσό και στην οικία του, που σήμερα είναι Μουσείο Φιλικής Εταιρείας, πραγματοποιούνταν οι συσκέψεις των μελών της. Από Φιλιππούπολη και οι φιλικοί Θεοδόσιος Αθανασίου, Αδάμ Κέλκος, Ιωάννης Παπά-Νίκογλου, Κωνστ. Παπανίκογλου.

 

Από την Αίνο, ο καπετάν ΧατζηΑντώνιος Βισβίζης, η σύζυγός του Δόμνα, ο καπετάν Στρατής Σκόρδος, ο καπετάν Δούκας, ο καπετάν Κούταβος και πολλοί άλλοι καπετάνιοι.

 

Από τη Μεσημβρία, οι αδερφοί Αλέξανδρος, Κυριάκος και Σταμάτης Κουμπάρης, μεγαλέμποροι στην Οδησσό. Ο Αλέξανδρος χρηματοδότησε την ίδρυση του Ιερού Λόχου, ο Κυριάκος ήταν επόπτης των Εφορειών της Φιλικής Εταιρίας και ο Σταμάτης προσωπικός φίλος του Αλέξανδρου Υψηλάντη. Όλοι τους διέθεσαν το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας τους στον αγώνα και πήραν μέρος σε πολλές μυστικές αποστολές. Από τη Μεσημβρία ήταν επίσης οι Αναγνώστης Αυξεντιάδης και Αναστάσιος Κομνηνός.

 

Από το Σαμμάκοβο, τα τέσσερα αδέρφια Ξενοκράτη (θα τα δούμε και παρακάτω).

 

Από την Κορνοφωλιά, ο Αθανάσιος Καράμπελιας, που ήταν και αρχηγός αντάρτικου σώματος.

 

Από την Αδριανούπολη, ο Χατζη-Γεώργιος Δημητρίου εγκατεστημένος στην Κωνσταντινούπολη, βασικό στέλεχος της Φ.Ε., στην οποία μυήθηκε από τον Παπαφλέσσα. Από την Αδριανούπολη, επίσης, οι Σωτήριος Κώκιας, Δημ. Χατζηστάνου και Δημ. Λέτζογλου οι οποίοι μυήθηκαν στο Γαλάτσι της Ρουμανίας.

 

Από την Αγχίαλο, οι Δημ. Κώνστας, Ζαφείρης Νέστωρ, Κων/νος Νέστωρ, Αντώνιος Παλαιολόγος, Παύλος Παλαιολόγος, Γεώργιος Σγουρός.

 

Από τη Σωζόπολη, ο μητροπολίτης Παΐσιος Βάρης, ο αδελφός του Δημήτριος, ο έμπορος Κωνσταντινίδης και πολλοί πρόκριτοι.

 

Από τη Βάρνα, οι Ιωάννης Ελευθερίου και Παρασκευάς Νικολάου.

 

Πέραν των προσώπων που αναφέρθηκαν, στη Φιλική Εταιρεία μυήθηκαν Ιεράρχες, δημογέροντες, πρόεδροι και συμβούλια συντεχνιών, πλήθος κληρικών και εύποροι Θρακιώτες.

 

Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι, επειδή η Φιλική Εταιρεία ήταν μια αυστηρά συνωμοτική οργάνωση με ποινή θανάτου για όποιον μιλούσε, δεν βρέθηκαν αρχεία, εκτός από λίγες καταστάσεις, από τις οποίες πολλοί εκτιμούν ότι τελικά το 10% των μελών της ήταν Θρακιώτες.

 

Η Θράκη, όμως, συνέβαλε ενεργά και στην ταχεία εξάπλωση της Φιλικής Εταιρείας, ιδίως από το 1818 και μετά, όταν η έδρα της μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Τότε, μυήθηκαν πολλοί πλούσιοι Έλληνες της Πόλης και των άλλων Θρακικών πόλεων, που στη συνέχεια έγιναν αρχηγοί εκστρατευτικών σωμάτων της Νότιας Ελλάδας. Τον Απρίλιο του 1820 ανέλαβε την αρχηγία της Φιλικής Εταιρείας  ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, στη θέση του Σκουφά που είχε πεθάνει το 1818. Τότε ελήφθησαν στην Κωνσταντινούπολη οι μεγάλες αποφάσεις για την έναρξη της επανάστασης.

 

Ο ιστορικός Ιωάννης Φιλήμων αναφέρει: «αν οι Έλληνες έμποροι της Δύσεως και του Βορρά εκυοφόρησαν την επανάστασιν του 1821 και οι Έλληνες της Οδησσού την εγέννησαν, οι Έλληνες της Θράκης την εθήλασαν».

2.     Συμμετοχή των Θρακιωτών στην επανάσταση της  Μολδοβλαχίας

 

Σύμφωνα με την απόφαση της Φιλικής Εταιρείας η επανάσταση θα εκδηλωνόταν ταυτόχρονα στην Πελοπόννησο, που ήταν μακριά από το Κέντρο, και στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, στις οποίες ζούσαν πολλοί Έλληνες, διοικούνταν από Έλληνες Φαναριώτες, και σύμφωνα με τη Ρωσοτουρκική συνθήκη του 1812, απαγορευόταν η είσοδος τουρκικού στρατού χωρίς την άδεια της Ρωσίας.

 

Στις 24 Φεβρουαρίου 1821, ο Υψηλάντης, με την προκήρυξη «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος», κήρυξε από το Ιάσιο της Μολδαβίας την επανάσταση και καλούσε όλους τους Έλληνες να πάρουν μέρος στον ένοπλο αγώνα. Στο κάλεσμά του ανταποκρίθηκαν πολλοί Θρακιώτες που ζούσαν στη Θράκη, τη Μολδοβλαχία και τη Ρωσία.

 

Στις αρχές του 1821 ο Θανάσης Καραμπελιάς από την Κορνοφωλιά Σουφλίου, μαζί με τον Γιάννη Καραγιάννη από το Σαχίνκιοϊ των Μαλγάρων, με εκστρατευτικό σώμα 1.500 ανδρών, εντάχθηκαν στη δύναμη του Υψηλάντη. Μετά την αποτυχία της επανάστασης στη Μολδοβλαχία, ο Καραμπελιάς με τους άνδρες που επέζησαν, αναχώρησε για τη Νότια Ελλάδα. Στην οροσειρά όμως της Ροδόπης, έπεσαν σε ενέδρα και ο ίδιος τραυματισμένος βαριά, συνελήφθη και μεταφέρθηκε στην Αδριανούπολη, όπου και απαγχονίστηκε. Οι συμπολεμιστές του, με αρχηγό τον συμπατριώτη του Γιαννακούδη, κατέβηκαν στην Νότια Ελλάδα και πήραν μέρος σε πολλές μάχες.

 

Την άνοιξη του 1821, ο επίσκοπος Λιτίτσης Σωφρόνιος, με έδρα το Ορτάκιοϊ, νυν Ιβαήλογκραντ, που ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας, με επαναστατικό σώμα από το Ορτάκιοϊ και τη Μανδρίτσα, πολέμησε πλάι στον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Όσοι επέζησαν κατέβηκαν στη Νότια Ελλάδα. Οι Τούρκοι σε αντίποινα, συνέλαβαν όλους τους προύχοντες του Ορτάκιοϊ και τους παλούκωσαν ζωντανούς σε τοποθεσία που έμεινε γνωστή με το όνομα «Παλουκωμένοι».

 

Την άνοιξη του 1821, εκστρατευτικό σώμα 550 ανδρών από το Μποσνοχώρι, πατρίδα του Κωνσταντίνου Καραθεοδωρή, πήρε μέρος στις μάχες της Μολδοβλαχίας, με επικεφαλής τον Γεώργιο Καραγεώργη ή Παπά, ο οποίος είχε μαζί του τα τέσσερα αδέρφια του και το γιο του. Μετά τη συντριβή του Ιερού Λόχου στο Δραγατσάνι στις 7 Ιουνίου 1821, όσοι γλίτωσαν κατευθύνθηκαν προς τη Ρωσία. Στις 17 Ιουνίου 1821, όμως, στο Σκουλένι (Προύθος), σε μια φονικότατη μάχη, διασώθηκαν ελάχιστοι, μεταξύ αυτών και ο καπετάν Καραγεώργης, ενώ έχασαν τη ζωή τους τα τέσσερα αδέρφια του και ο γιος του. Ο ιστορικός Διονύσιος Κόκκινος γράφει: «η μάχη αυτή ως προς την εκδήλωση ομαδικής ανδρείας και ηρωικής αντίστασης με βέβαιο το θάνατο, είναι ανάλογη με τη μάχη του Αθανασίου Διάκου στην Αλαμάνα και του Παπαφλέσσα στο Μανιάκι».

 

Ο καπετάν Καραγεώργης, αφού δημιούργησε στη Ρωσία νέο εκστρατευτικό σώμα, κατέβηκε το 1823 στη Νότια Ελλάδα και πολέμησε με τον Μαυροκορδάτο, τον Χατζηχρήστο, τον Γενναίο Κολοκοτρώνη και τον Καραϊσκάκη. Ο Γενναίος Κολοκοτρώνης στα απομνημονεύματά του, γράφει για την μάχη της Ακρόπολης: «…εις την μάχην αυτήν ανδραγάθησε ο Καραγεώργης, έχοντας καβάλα ένα άλογον ανήκον εις τον ίδιον τον Καραϊσκάκην, όπου έλαβε πολλάς πληγάς το ρηθέν άλογον. Σταματήσας εις τον τόπον, εμονομάχησε, μόνος αυτός, εναντίον είκοσι Τούρκων». Μετά την απελευθέρωση ο Καραγεώργης έζησε στην Αθήνα πάμπτωχος, ως ρακοσυλλέκτης και πέθανε το 1854.

 

Θρακιώτες από το Σαμμάκοβο ήταν τα τέσσερα αδέρφια Ξενοκράτη, Κωνσταντίνος, Πασχάλης, Θεόδωρος και Αθανάσιος, που δημιούργησαν στο Βουκουρέστι τεράστια περιουσία, με την οποία ενίσχυσαν τη Φιλική Εταιρεία. Από τα τέσσερα αδέρφια, οι Κωνσταντίνος και Πασχάλης πήραν μέρος με τον Ιερό Λόχο, στις μάχες του Δραγατσανίου και του Σκουλενίου. Επέζησε μόνο ο Κωνσταντίνος, και είναι ο μόνος που διέσωσε τη στολή του ιερολοχίτη, το ξίφος και το πιστόλι του, τα οποία φυλάσσονται στο Ιστορικό και Εθνολογικό Μουσείο της Αθήνας.

 

Μετά την απελευθέρωση, διέθεσε μεγάλα ποσά για την ανέγερση και λειτουργία του Ξενοκράτειου Παρθεναγωγείου Μεσολογγίου, του Δημοτικού σχολείου και του ιερού ναού Σαμμάκοβου, της Θεολογικής Σχολής Χάλκης, του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως και του Ξενοκράτειου Νοσοκομείου  Βουκουρεστίου.

 

Όπως προαναφέρθηκε, η επανάσταση του Αλέξανδρου Υψηλάντη απέτυχε. Σε αντίθεση με τις προσδοκίες του, η Ρωσία όχι μόνο δεν υποστήριξε στρατιωτικά την επανάσταση, αλλά έδωσε και την άδεια στον τουρκικό στρατό να μπει στην Μολδοβλαχία και να την καταστείλει. Παρόλη, όμως, την αποτυχία της, η επανάσταση στη Μολδοβλαχία, κατά την κρίση των ιστορικών, συνέβαλε σημαντικά στην εξέλιξη του αγώνα, γιατί απασχόλησε επί μια διετία μεγάλες τουρκικές δυνάμεις.

 

Ο Θρακιώτης ιστορικός και αγωνιστής της Επανάστασης Ιωάννης Φιλήμων γράφει: «Ο σουλτάνος έκανε ένα τεράστιο λάθος. Πίστεψε ότι η μεγαλύτερη απειλή για την αυτοκρατορία ήταν το κίνημα του Υψηλάντη. Γι’ αυτό επέπεσε με όλες του τις δυνάμεις στη Μολδοβλαχία. Για την επανάσταση στην Ελλάδα, πίστευε ότι θα διαλυόταν με την καταστολή τού κινήματος του Υψηλάντη».

 

  1. Συμμετοχή των Θρακιωτών σε τοπικές ένοπλες εξεγέρσεις

Τον Απρίλιο του 1821, επαναστάτησε η Σαμοθράκη. Την 1η Σεπτεμβρίου, όμως, αποβιβάστηκαν στο νησί ισχυρές τουρκικές δυνάμεις και κατέσφαξαν όσους κατοίκους δεν είχαν διαφύγει στα βουνά. Στη συνέχεια, με την υπόσχεση γενικής αμνηστίας, κατέβασαν απ’ τα βουνά όσους είχαν διαφύγει, και τους μεν άνδρες, 700 περίπου, τους κατέσφαξαν, ενώ τα γυναικόπαιδα τα πούλησαν στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής. Στο Εθνολογικό Μουσείο της Αθήνας φυλάσσεται το ευαγγέλιο της εκκλησίας του νησιού, με την πινακίδα: «Ιερόν ευαγγέλιον της νήσου Σαμοθράκης, σχισθέν δια τουρκικού ξίφους κατά την επανάστασιν του 1821».  \

 

Στις 17 Απριλίου 1821 ο μητροπολίτης Σωζοπόλεως Παΐσιος όρκισε 3.000 άνδρες και κήρυξε την επανάσταση. Στην τριήμερη μάχη, όμως, με τους Τούρκους στη θέση Κιούπκιοϊ, το σώμα του νικήθηκε. Στις 25 Απριλίου συνελήφθησαν όλοι οι πρόκριτοι της Σωζόπολης και μαζί με τον Παΐσιο απαγχονίστηκαν. Το σκήνωμα του μητροπολίτη ρίχτηκε  στον Ροπόταμο. Ψαράδες το βρήκαν και το έθαψαν κρυφά σε τοποθεσία, που από τότε πήρε την ονομασία «Ο τάφος του Δεσπότη».

 

Αρχές Μαΐου 1821, τουρκικός στρατός κατευθυνόμενος προς την Μολδοβλαχία στρατοπέδευσε στη θέση Κουρί, δέκα χλμ από το Σαλτίκιοϊ του Έβρου. Τη νύχτα οι άνδρες του χωριού επιτέθηκαν στους Τούρκους και τους διέλυσαν. Σύμφωνα με την παράδοση, επειδή οι κάτοικοι χρησιμοποίησαν στη μάχη λάβαρο μπλε χρώματος με μαύρο σταυρό, το 1920 το χωριό τους μετονομάστηκε σε Λάβαρα.

 

Στις 17 Μαΐου 1821 οι κάτοικοι της Αίνου επαναστάτησαν και κατέλαβαν το κάστρο Ιμπριτζέ. Όμως, όταν ο στόλος των Αινιτών έλειπε σε θαλάσσιες επιχειρήσεις στη Νότια Ελλάδα, οι Τούρκοι ανακατέλαβαν το Κάστρο κι έσφαξαν όλους τους κατοίκους, που δεν είχαν καταφέρει να διαφύγουν στην ύπαιθρο. Τέσσερα πλοία των Ψαρών υπό τον Ανδρέα Γιαννίτση, έπλευσαν εσπευσμένα στην Αίνο και αφού βομβάρδισαν με τα πυροβόλα τους, ανακατέλαβαν το φρούριο μαζί 70 πυροβόλα και άλλο πολεμικό υλικό, τα οποία μετέφεραν στα Ψαρά. Και πάλι, όμως, όταν ο στόλος απομακρύνθηκε, η Αίνος ανακαταλήφθηκε από  τον οθωμανικό στρατό απ’ την ξηρά, και χιλιάδες Αινίτες έφυγαν για τη Νότια Ελλάδα.

 

Τον Μάιο του 1821, εκστρατευτικό σώμα από την Κομοτηνή με επικεφαλής το μητροπολίτη Μαρωνείας Κωνστάντιο, ενώθηκε στο Άγιο Όρος με το επαναστατικό σώμα του Εμμανουήλ Παππά. Εκεί, αφού ο Κωνστάντιος ευλόγησε τα όπλα, όλοι μαζί βάδισαν για τα Στάγειρα. Η εξέλιξη του αγώνα, όμως, δεν ήταν καλή. Ο μητροπολίτης έχασε τη ζωή του, ενώ τον Δεκέμβριο του 1821, o Εμμανουήλ Παπάς και οι συμπολεμιστές του που γλίτωσαν, επιβιβάστηκαν από την Κασσάνδρα στο καράβι του Χατζή Αντώνη Βισβίζη και κίνησαν για τη Νότια Ελλάδα. Πάνω στο καράβι, όμως, ο Εμμανουήλ Παπάς ξεψύχησε και θάφτηκε με τιμές αρχιστράτηγου στην Ύδρα.

 

Κινήματα έγιναν επίσης σε Πλαγιάρι, Εξαμίλι, Νεοχώρι, Μεγαρίσι, Κάρα τσαλί, Καρατζά Χαλήλ, Κεσσάνη, Μάλγαρα και Χαριούπολη.

 

Σύμφωνα με έγγραφο του Τούρκου στρατηγού Μαϊράμ Πασά, που βρίσκεται στα τουρκικά αρχεία της Βέροιας, εκδηλώθηκε επανάσταση και στον Κόλπο της Καλλίπολης. Γράφει ο στρατηγός στον ιεροδικαστή Βέροιας: «…ανεχώρησα εκ Μικράς Ασίας μετά πολλών στρατευμάτων κατευθυνόμενος εις Λάρισαν και εκείθεν εις Πελοπόννησον. Επειδή όμως οι ραγιάδες οι πέριξ του κόλπου έδει να επαναφερθούν εις την τάξιν, κατ’ ανάγκην εχρονοτρίβησα επί αρκετάς ημέρας εκεί».

 

Είναι αλήθεια ότι ελάχιστα στοιχεία διασώθηκαν γύρω από τη δράση των οπλαρχηγών της Θράκης, γιατί η Θράκη και μετά το 1821 παρέμεινε υπόδουλη για άλλα εκατό χρόνια. Μέσα σ’ αυτά τα χρόνια γνώρισε γενοκτονίες και ξεριζωμούς που επισκίασαν τα γεγονότα του 1821.

 

  1. Συμμετοχή των Θρακιωτών στους αγώνες της ξηράς στη Νότια Ελλάδα.

 

Με την κήρυξη της επανάστασης, εκατοντάδες άνδρες από την Αίνο, τη Μάκρη, την Ξάνθη, τη Ραιδεστό, τη Βάρνα και τη Μαρώνεια πολέμησαν στη Νότια Ελλάδα. Αργότερα, πολλοί κατέλαβαν δημόσια αξιώματα, ενώ εξακόσιοι εγκαταστάθηκαν στην Ερμούπολη της Σύρου, σε μια έκταση που τους παραχωρήθηκε το 1827 με απόφαση της Εθνοσυνέλευσης της Τροιζήνας.

 

Επίσης άνδρες από τη Στενήμαχο και τη Φιλιππούπολη αναχώρησαν να πολεμήσουν στη Νότια Ελλάδα. Τους ακολούθησαν και πολλές γυναίκες, οι οποίες πήραν μέρος και στην έξοδο του Μεσολογγίου. Όσες επέζησαν, κατά την έξοδο, πήγαν στο Ναύπλιο όπου παρέμεναν νηστικές και στεγασμένες σε ένα παράπηγμα. Σε επιστολή τους προς τον Καποδίστρια, γράφουν: «Εις την πτώσιν του πολυθρηνήτου Μεσολογγίου και εις διάφορα μέρη της Πελοποννήσου και Στερεάς Ελλάδος επέσαμεν αιχμάλωτες εις χείρας των αγαρηνών. Η Θεία Πρόνοια και η ευχή της Υμετέρας ημών Κυβερνήσεως ευδοκίμησε την ελευθερίαν μας….παρακαλούμεν…(την Υψηλότητά σας) να μας οικονομήση το ζην και τα έξοδά μας δια να περάσωμεν εις την Πατρίδα μας… Με βαθύτατον σέβας υποσημειούμεθα. Οι αιχμάλωτες φερμένες από Φιλιππούπολιν». Προς τιμήν αυτών των γυναικών, αναγέρθηκε πρόσφατα, με πρωτοβουλία της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Θρακικών Σωματείων, μνημείο στον Κήπο των Ηρώων του Μεσολογγίου.

 

Εκτός από τις γυναίκες της Φιλιππούπολης και της Σωζόπολης, χαρακτηριστική είναι και η περίπτωση της Μαριγώς Σαραφοπούλας. Γεννήθηκε στα Ταταύλα από πλούσια οικογένεια, της οποίας όλα τα μέλη μυήθηκαν στη Φιλική Εταιρεία. Ο αδερφός της Χατζή-Βασίλειος Σαράφης έγινε αντιληπτός και αποκεφαλίστηκε τον Απρίλιο του 1821.       Συνελήφθη και η Μαριγώ, αλλά χάρη στις υψηλές γνωριμίες της, γλίτωσε την εκτέλεση και εξορίστηκε στη Μολδοβλαχία, απ’ όπου τον Ιούνιο του 1821, με σημαντικό ποσό, κατέβηκε στην Πελοπόννησο και εντάχθηκε αμέσως σε επαναστατικό σώμα. Λόγω της άριστης γνώσης της τουρκικής γλώσσας, κατόρθωσε να διεισδύσει πρώτα στην Τρίπολη και στη συνέχεια το Ναύπλιο, και να συγκεντρώσει πληροφορίες για τη δύναμη των τουρκικών στρατευμάτων. Έλαβε μέρος και στην πολιορκία της Καρύστου, μεταφέροντας με άλλες γυναίκες πολεμοφόδια. Για την πατρίδα, διέθεσε ολόκληρη την τεράστια περιουσία της και πέθανε πάμπτωχη στην Αθήνα το 1865.

 

Έλληνες μυημένοι στη Φιλική Εταιρεία, από πολλά άλλα μέρη της Θράκης, άλλοι οργανωμένοι σε μικροομάδες, και άλλοι μεμονωμένοι, κατέβηκαν στην Νότια Ελλάδα. Εκεί, ενώθηκαν με Θεσσαλούς και Μακεδόνες και αποτέλεσαν τη φάλαγγα των Θρακομακεδόνων. Είναι αξιοσημείωτο, ότι στο μεγάλο στρατόπεδο που δημιουργήθηκε έξω από την Ακρόπολη στις αρχές του 1827 υπό τον Γεώργιο Καραϊσκάκη, από τους 11.000 άνδρες, μόνο 1.500 κατάγονταν από τη Νότια Ελλάδα. Οι υπόλοιποι ήταν από τη Μακεδονία, τη Θράκη, την Ήπειρο και την Θεσσαλία.

 

Αλλά, και στον τακτικό στρατό, όπως σημειώνει ο Θρακιώτης ιστορικός Χρήστος Βυζάντιος, οι περισσότεροι που αποτέλεσαν τον πρώτο πυρήνα του, ήταν Έλληνες από τις περιοχές της Θράκης, της Μακεδονίας, της Μικράς Ασίας.

 

Σε έγγραφο του 1ου Ελληνικού Συντάγματος, που διοικούσε ο Δημήτριος Υψηλάντης, αναφέρεται ότι, κατά την κατάληψη του Ναυπλίου τον Νοέμβριο του 1822, πρώτος που πήδησε στο «ρεσάλτο του Παλαμηδίου» ήταν ο Αδριανουπολίτης λοχίας Παναγιώτης Μπάχαρης.

 

Αδριανουπολίτης ήταν και ο μυημένος στη Φιλική Εταιρεία, Κάρπος Παπαδόπουλος, που ζούσε στην Οδησσό της Ρωσίας. Με την έναρξη της επανάστασης, ρευστοποίησε τη μεγάλη περιουσία του και κατέβηκε στην επαναστατημένη Ελλάδα. Με δαπάνες του συγκρότησε επαναστατικό σώμα και τέθηκε υπό την αρχηγία του Οδυσσέα Ανδρούτσου. Σε έγγραφο του Δημητρίου Υψηλάντη, γίνεται εύφημος μνεία της ανδρείας και του ηρωισμού που έδειξε ο Κάρπος Παπαδόπουλος, στη μάχη των Μύλων το 1825 κατά του Ιμπραήμ.

 

Αδριανουπολίτες ήταν και οι Κώστας Δεληολάνης, Σταύρος Σταμούλης και Χριστόφορος Σταυράκης, που ως αξιωματικοί στο σώμα του Χατζηχρήστου πήραν μέρος σε πολλές μάχες.

Αδριανουπολίτης και ο Δημήτριος Χατζη-Γεωργίου. Τραπεζίτης στην Κωνσταντινούπολη με τεράστια περιουσία, μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Παπαφλέσσα και με την έναρξη της Επανάστασης, επειδή θεωρήθηκε ύποπτος από τους Τούρκους, εγκατέλειψε την Πόλη και με ένα εκστρατευτικό σώμα 400 ανδρών έφυγε στη Νότια Ελλάδα όπου έλαβε μέρος στην κατάληψη της Τρίπολης, της Κορίνθου και της Μονεμβασιάς. Την περίοδο 1823-24, διετέλεσε αρχηγός της φρουράς της Κυβέρνησης στο Ναύπλιο. Το 1825 προήχθη στο βαθμό του Αρχιστρατήγου και πήρε μέρος στη μάχη των Μύλων και σε άλλες μάχες, υπό τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τον Γιάννη Μακρυγιάννη, τον Δημήτριο Υψηλάντη και τον Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη. Διέθεσε όλη την περιουσία του στον αγώνα και πέθανε πάμπτωχος.

 

Αξίζει να σημειωθεί και μια ξεχωριστή  περίπτωση. Με την κήρυξη της επανάστασης του 1821, οι Σωζοπολίτες και πολλοί άλλοι Έλληνες από τα θρακικά παράλια του Πόντου, στρατολογήθηκαν ως Οθωμανοί πολίτες στον τουρκικό στόλο και πήραν μέρος στη ναυμαχία του Ναυαρίνου. Όσοι γλίτωσαν, λιποτάκτησαν και εντάχθηκαν σε ελληνικά επαναστατικά σώματα.

 

  1. Η συμμετοχή των Θρακιωτών και στις επιχειρήσεις της θάλασσας.

 

Θα αναφερθώ σε καπετάνιους από την Αίνο, για τους οποίους υπάρχουν έγγραφα στα αρχεία του Ελληνικού κράτους. Η Αίνος ήταν το μεγαλύτερο και το πιο πλούσιο λιμάνι της Θράκης, με 300 περίπου εμπορικά πλοία. Με την έναρξη της επανάστασης οι Αινίτες τα μετέτρεψαν σε πολεμικά και πήραν μέρος σε όλους τους αγώνες της θάλασσας. Η προσφορά της Αίνου στον αγώνα, θεωρείται εφάμιλλη της Ύδρας, των Σπετσών και των Ψαρών, κάτι που δεν προβλήθηκε όσο έπρεπε από τους ιστορικούς.

 

Ο καπετάν Μαργαρίτης Κούταβος, κάτοχος μεγάλης περιουσίας και μυημένος στη Φιλική Εταιρεία, έθεσε το πλοίο του Ποσειδών, με 12 πυροβόλα και τριάντα ναυτικούς, στην υπηρεσία της επαναστατημένης Ελλάδας. Στις αρχές του 1822, με τον Γρηγόριο Σάλλα, υπασπιστή τού Δημητρίου Υψηλάντη, μετέφερε πολεμοφόδια και προμήθειες στους επαναστάτες του Ολύμπου. Τον Μάρτιο του 1822, έσωσε από τη σφαγή πολλά γυναικόπαιδα της Χίου μεταφέροντάς τα στα Ψαρά και σε άλλα ασφαλή λιμάνια.

 

Από τον Απρίλιο ως το Νοέμβριο του 1822, μαζί με τον επίσης Αινίτη καπετάν Γιάννη Καραβέλη, πήρε μέρος στην πρώτη πολιορκία του Ευρίπου στην Εύβοια και παρεμπόδισε τον ανεφοδιασμό των Τούρκων. Όταν κατά την εισβολή του Δράμαλη, λύθηκε η πολιορκία του Ευρίπου, μετέφερε με το πλοίο του τα γυναικόπαιδα της Εύβοιας στην Ελευσίνα, τη Σαλαμίνα και αλλού.

 

Τον Ιούνιο του 1823, ζήτησε με επιστολή προς την προσωρινή επαναστατική διοίκηση, να συνδράμει με το πλοίο του στη δεύτερη πολιορκία του Ευρίπου. Γράφει μεταξύ άλλων: «εγώ δια την ελεθερίαν της πατρίδος εθυσίασα την κατάστασίν μου (περιουσίαν μου), τώρα πάλιν έτοιμος είμαι να θυσιάσω και την ιδίαν την ζωήν μου εις την ανάγκην της πατρίδος…». Τον Νοέμβριο του 1823 πήρε την εντολή που ζητούσε και προσέτρεξε μαζί με τον Γιάννη Καραβέλη στη δεύτερη πολιορκία της Καρύστου και του Ευρίπου. Το γεγονός βεβαιώνεται και από τον Οδυσσέα Ανδρούτσο.

 

Στις αρχές Απριλίου του 1824, ο καπετάν Μαργαρίτης Κούταβος ανέλαβε και τη διοίκηση της μοίρας, που μέχρι τότε διοικούσε ο Κωνσταντίνος Κανάρης. Ύστερα από λίγες ημέρες, όμως, στις 22 Απριλίου 1824, σε μια ναυμαχία, βλέποντας ότι είναι περικυκλωμένος, για να μην πέσει στα χέρια του εχθρού, βύθισε το πλοίο του και με τους συντρόφους του βγήκε στη στεριά, τραυματισμένος και με την απώλεια του ενός ματιού του.  Όμως δεν σταμάτησε τον αγώνα. Έβγαλε τη βράκα του ναυτικού, φόρεσε τη φουστανέλα και πήρε μέρος σε πολλές μάχες στη Στερεά Ελλάδα με τους οπλαρχηγούς Βάσο και Κριεζώτη.  Μετά το τέλος της επανάστασης, έζησε πάμπτωχος, αλλά περήφανος που συμμετείχε στη δημιουργία του ελληνικού κράτους.

 

Ο καπετάν Γιάννης Καραβέλης μετέτρεψε το πλοίο του Άγιος Συμεών σε πολεμικό και με 30 ναύτες έλαβε μέρος με τον Μαργαρίτη Κούταβο στις δυο πολιορκίες της Καρύστου και του Ευρίπου, και σε πολλές άλλες αποστολές. Στο τέλος, όταν το πλοίο του δεν ήταν αξιόμαχο, το διέθεσε στην πατρίδα ως πυρπολικό.

 

Ο καπετάν Εμμανουήλ Τέρογλου, μετέτρεψε το πλοίο του σε πολεμικό και ανέλαβε τη φρούρηση της Σάμου. Στις 13 Ιουνίου 1822 γράφει στην προσωρινή διοίκηση: «…είμαι Έλλην εξακολουθών ταξίδια της Αιγύπτου… ακούσας την ιεράν επανάστασιν της Πατρίδος, κατεφρόνησα και κέρδη και αναπαύσεις και κινδύνους και απεφάσισα να γίνω και εγώ και το πλοίον μου θύμα υπέρ της Πατρίδος». Μετά την αποτυχία της εξέγερσης στη Χίο, τον Μάρτιο 1821, μετέφερε, όπως και ο καπετάν Μαργαρίτης, πολλά γυναικόπαιδα σε Σάμο, Τήνο, Μύκονο, Ψαρά, Άνδρο, Σύρο και άλλους τόπους και τα γλίτωσε από τη σφαγή.

 

Ο Καπετάν Ελευθέριος Παλαιός μετέτρεψε το πλοίο του  Αρχάγγελος Μιχαήλ σε πολεμικό και πήρε μέρος σε πολλές αποστολές. Αρχές Μαρτίου 1822 μετέφερε επαναστάτες από τη Σάμο στη Χίο. Στη συνέχεια, σύμφωνα με έγγραφο του 1822 των προκρίτων Ύδρας το πλοίο του μετατράπηκε, για τις ανάγκες του αγώνα, σε πυρπολικό. Το πρωτόκολλο ορκωμοσίας του στη Φιλική Εταιρεία φυλάσσεται στο Ναυτικό μουσείο της Ελλάδος στον Πειραιά.

 

Ο καπετάν Στρατής Σκόρδος με το πλοίο του και με πλήρωμα 52 ανδρών εντάχθηκε στον ελληνικό στόλο και πήρε μέρος σε πολλές αποστολές. Όταν το πλοίο του έπαψε να είναι αξιόμαχο, δόθηκε στην κυβέρνηση ως πυρπολικό. Ο ίδιος φόρεσε φουστανέλα και πήρε μέρος στις μάχες της Ακρόπολης. Τα οστά του βρίσκονταν μαζί, με του Καραϊσκάκη στο μνημείο που είχε αναγερθεί  στο Φάληρο.

 

Ο καπετάν Κωνσταντίνος Καζάζογλου πήρε μέρος στις ναυμαχίες της Σάμου, της Κέας, του Καφηρέα, του Κάβο Ντόρο και του Ευβοϊκού. Στο τέλος δώρισε το πλοίο του στην κυβέρνηση ως πυρπολικό και ο ίδιος εντάχθηκε στο σώμα του οπλαρχηγού Νικόλαου Κριεζώτη και πήρε μέρος ως αξιωματικός στις μάχες της Εύβοιας, της Βοιωτίας, της Ελευσίνας, της Αττικής και στην πολιορκία της Ακρόπολης.

 

Επίσης οι καπετάνιοι Αγγελής Αργυρίου, Γρηγόριος Κομνηνού και  Βασίλειος Χριστοφόρου περιπολούσαν με τα πλοία τους στα νησιά και σε άλλα ελληνικά παράλια.

 

Τις μεγαλύτερες, όμως, υπηρεσίες στους αγώνες της θάλασσας, τις προσέφερε η οικογένεια του Καπετάν Χατζή-Αντώνη Βισβίζη, επίσης, από την Αίνο.

 

Πλοίαρχος και εφοπλιστής με τραπεζικές εργασίες και άλλες επιχειρήσεις, ο καπετάν Χατζη-Αντώνης, κυριαρχούσε με το πλοίο του την Καλομοίρα στη Μεσόγειο, και ήταν από τους πλουσιότερους ναυτικούς της Αίνου. Παντρεμένος με τη συμπατριώτισσά του Δόμνα, κόρη πλούσιου γαιοκτήμονα, απόκτησαν πέντε παιδιά. Μυήθηκαν και οι δυο από τους πρώτους στη Φιλική Εταιρεία.

 

Τον Φεβρουάριο του 1821, εξόπλισε το πλοίο του με 16 πυροβόλα και μετέφερε τον Εμμανουήλ Παππά, με όπλα και πολεμοφόδια, από την Κωνσταντινούπολη στο Άγιο Όρος.

 

Τον Μάιο του 1821, εγκατέλειψε την τεράστια περιουσία του στην Αίνο, επιβίβασε στο πλοίο του τη Δόμνα και τα πέντε ανήλικα παιδιά του και με πλήρωμα 140 ανδρών, εντάχθηκε στον στόλο των ψαριανών και πήρε μέρος στις ναυμαχίες του Αγίου Όρους, της Λέσβου και της Σάμου (μαζί με τη γυναίκα του και τα παιδιά του).

 

Ενίσχυσε τους επαναστάτες του Εμμανουήλ Παππά όταν περιορίστηκαν στην Κασσάνδρα και τον Δεκέμβριο του 1821, τους μετέφερε με το πλοίο του στη Νότια Ελλάδα. Στη διάρκεια του ταξιδιού, όπως προαναφέρθηκε, πέθανε ο Εμμανουήλ Παππάς και θάφτηκε με τιμές αρχιστράτηγου στην Ύδρα.

 

Στις αρχές του 1822, ο καπετάν Χατζη-Αντώνης βοήθησε με το πλοίο του τους επαναστάτες του Ολύμπου. Στη συνέχεια, επικεφαλής 30 πλοίων ενίσχυσε τις πολεμικές επιχειρήσεις στο Βόλο, το Τρίκερι και τον Ευβοϊκό υπό τον Δημήτριο Υψηλάντη και τον Ανδρούτσο.

 

Από τον Απρίλιο του 1822 περιπολούσε συνεχώς στην Βόρεια Εύβοια, τη Στυλίδα, τις Θερμοπύλες και την περιοχή του Ευρίπου. Μάλιστα εκείνον τον Απρίλιο επιτέλεσε πολεμικό άθλο στην Αγία Μαρίνα της Λαμίας, όταν βομβαρδίζοντας επί τριήμερο, κατάφερε να ανοίξει δίοδο και να επιβιβαστούν στα πλοία, τρεις χιλιάδες Έλληνες υπό τους Ανδρούτσο και Νικηταρά, που πολιορκήθηκαν από δέκα χιλιάδες Τούρκους του Δράμαλη και κινδύνευαν από ολοσχερή εξόντωση. Έγγραφο που υπογράφουν στις 15 Απριλίου 1822 οι Ανδρούτσος και Νικηταράς μεταξύ άλλων αναφέρει: «…ο ΧατζηΑντώνιος Βισβίζης ευρισκόμενος με το καράβι του πλησίον… εκράτησεν επί τρεις ημέρας πόλεμον ακαταπαύστως με κανόνια και ημπόρεσε ίνα εμβαρκαριστή η κολώνα μας από τρεις χιλιάδες και να σωθεί».

 

Στις 21 Ιουλίου 1822, όμως, συμμετέχοντας στην πρώτη πολιορκία του Ευρίπου, δέχτηκε βλήμα τουρκικού πυροβόλου στο κατάστρωμα και έπεσε νεκρός. Όμως η μάχη δεν σταμάτησε. Η Δόμνα, η σύζυγός του, που ήταν πάντα δίπλα του, έστειλε στο αμπάρι το νεκρό άνδρα της, άρπαξε το πηδάλιο και εμψυχώνοντας τους ναύτες πολέμησαν όλοι με ηρωισμό μέχρι τη νίκη. Κι όταν η μάχη κόπασε, η Δόμνα κατέβηκε για να κλάψει μαζί με τα παιδιά της τον ήρωα άνδρα της. Η ταφή έγινε στη στη Λιθάδα της Εύβοιας, στον ιερό ναό των Αγίων Αναργύρων.

 

Η Δόμνα Βισβίζη, η «κυρά των Θαλασσών», όπως ονομάστηκε αργότερα, ως καπετάνισσα του Καλομοίρα συνέχισε την πολιορκία της Εύβοιας, κατάφερε μάλιστα, τον Ιούνιο του 1826, βομβαρδίζοντας στην ξηρά, να καθυστερήσει τα στρατεύματα του Ομέρ πασά της Καρύστου, που κατευθύνονταν προς την Αθήνα.

 

Και όλα αυτά με δικά της έξοδα (τροφοδοσία 140 ανδρών, αγορά πολεμοφοδίων, έξοδα πλοίου κλπ). Και όταν το πλοίο της, το οποίο εντωμεταξύ με εντολή της κυβέρνησης μετονομάστηκε σε «Δόμνα», έπαψε να είναι αξιόμαχο, το δώρισε στο ελληνικό κράτος ως πυρπολικό, με το οποίο ανατίναξε ο Πιπίνος στον Τσεσμέ, την τουρκική φρεγάτα Χασνέ Γκεμσί, που ήταν το θησαυροφυλάκιο του τουρκικού πολεμικού ναυτικού.

 

Η φήμη της έφτασε και στο εξωτερικό, ενώ οι ιστορικοί την  κατατάσσουν, για το θάρρος της, την ανδρεία της και την αυτοθυσία της ως ηρωίδα εφάμιλλη της Μπουμπουλίνας, της Μαντώς Μαυρογένους και της Τζαβέλαινας. Αλλά και η λαϊκή μούσα εξύμνησε την κυρά Δομνίτσα την αρχικαπετάνισσα και την έκανε τραγούδι.

 

Τελευταία, αφού ανάλωσε όλη την περιουσία της στον αγώνα, εγκαταστάθηκε με τα πέντε ορφανά της, αρχικά σε μια τρώγλη στο Ναύπλιο, που όπως αναφέρεται στα έγγραφα των αγωνιστών της επανάστασης, διέθετε «μίαν κάμαρην εις εθνικόν οσπίτιον, χωρίς παράθυρον, χωρίς πόρτα και σχεδόν κινδυνεύει να πέσει η άκρα». Σε επιστολή της προς τον Καποδίστρια ζητά ελεημοσύνη και αναφέρει «…και αυτής της εφημέρου τροφής στερούμενοι, κινδυνεύομεν να αποθάνομε από την πείναν». Τελικά έχασε το ένα παιδί της από το λοιμό. Το υπόλοιπο της ζωής της το έζησε στην Ερμούπολη της Σύρου, όπου έζησε πάμπτωχη, χωρίς να έχει ούτε τα στοιχειώδη.

 

Το μεγαλύτερο από τα πέντε παιδιά της, Θεμιστοκλής Βισβίζης, ήταν μεταξύ των δέκα παιδιών Ελλήνων οπλαρχηγών, που παρέλαβε ο Φιλελληνικός Σύνδεσμος των Παρισίων να σπουδάσουν με υποτροφία στη Γαλλία. Η Γαλλίδα καλλιτέχνιδα Αδελά Ταρντιέ επέλεξε τον Θεμιστοκλή Βισβίζη ως τον πιο λεβέντη, προικισμένο με ιδιαίτερα σωματικά προσόντα, και μπαρουτοκαπνισμένο από μικρό, και φιλοτέχνησε την προσωπογραφία του η οποία κυκλοφόρησε με τη φροντίδα του Φιλελληνικού Συνδέσμου σε χιλιάδες δελτάρια στη Γαλλία και στην Ευρώπη, για την ενίσχυση του φιλελληνικού ρεύματος και τη συγκέντρωση χρημάτων για τον αγώνα.

 

Προς τιμή της οικογένειας Βισβίζη, η πολιτεία ανήγειρε προτομές της Δόμνας και του Θεμιστοκλή, και ανδριάντα του ζεύγους, Βισβίζη, στο ηρώο της Αλεξανδρούπολης, απέναντι από την πατρίδα τους την Αίνο.       Επίσης με δωρεά των αδελφών Θεμιστοκλή και Γαρυφαλλιάς Καραβιώτη, από την Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης, αναγέρθηκε το 1993 μνημείο του Αντώνη και της Δόμνας Βισβίζη στην παραλία της Θεσσαλονίκης.

 

  1. Το τίμημα που πλήρωσε η Θράκη ως αντίποινα

 

Εκτός από τη συμμετοχή της στους αγώνες της ξηράς και της θάλασσας, η Θράκη πλήρωσε και βαρύ φόρο αίματος, με σφαγές και απαγχονισμούς, σε αντίποινα για την κήρυξη της επανάστασης.

 

Κατά την κρατούσα άποψη, όπως προαναφέρθηκε, το αρχικό σχέδιο της Φιλικής Εταιρείας προέβλεπε η επανάσταση να ξεκινήσει ταυτόχρονα στη Μολδοβλαχία και στην Πελοπόννησο. Την ίδια ώρα θα ξεσπούσαν ταραχές στην Κωνσταντινούπολη και οι Έλληνες της Πόλης θα πυρπολούσαν τον οθωμανικό στόλο στο Βόσπορο.

Μέχρι τον Ιανουάριο του 1821, οι Τούρκοι κάτι υποψιάζονταν, αλλά μέχρι εκεί. Τον Ιανουάριο του 1821, σκοτώθηκε αγγελιαφόρος της Φιλικής Εταιρείας και πάνω του βρήκαν οι Τούρκοι μυστικές επιστολές του Αλέξανδρου Υψηλάντη προς τον Αλή Πασά. Την ίδια εποχή, ο προδότης Ασημάκης Θεοδώρου πληροφόρησε τους Τούρκους για τις σχεδιαζόμενες ταραχές στην Κωνσταντινούπολη και την πυρπόληση του τουρκικού στόλου.  Πάντα υπάρχουν εφιάλτες.

 

Ο σουλτάνος θορυβήθηκε πολύ και στον μουσουλμανικό πληθυσμό της Πόλης προκλήθηκε αναβρασμός. Όταν την 1η Μαρτίου έφτασε στην Κωνσταντινούπολη η είδηση για την επανάσταση στη Βλαχία, ο σουλτάνος θεώρησε ότι απειλείται το Ισλάμ και κάλεσε τους μουσουλμάνους της Πόλης να οπλιστούν, ενώ τουρκικός όχλος άρχισε καταστροφές ελληνικών καταστημάτων, ληστείες και φόνους (πριν την επανάσταση στην Πελοπόννησο).

Στις 8 Μαρτίου ο σουλτάνος ζήτησε από τον ανώτατο ιερωμένο των μουσουλμάνων να κηρύξει ιερό πόλεμο και γενική σφαγή των χριστιανών. Αυτός ενημέρωσε τον πατριάρχη, και ο πατριάρχης μπροστά σ’ αυτή την κατάσταση, αφόρισε τον Υψηλάντη και τους επαναστάτες της Βλαχίας. Και μπορεί η γενική σφαγή να αποφεύχθηκε, ο όχλος όμως και οι γενίτσαροι συνέχισαν χωρίς έλεγχο τις σφαγές σε βάρος των χριστιανών.

Τα πράγματα αγρίεψαν ακόμη περισσότερο μετά την κήρυξη της επανάστασης στην Πελοπόννησο.

Στις 10 Απριλίου 1821, ανήμερα του Πάσχα μετά τη λειτουργία, συνελήφθη ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄, απαγχονίστηκε στην κεντρική πύλη του Πατριαρχείου και ο σκήνωμά του αφού διαπομπεύτηκε επί τριήμερο στους δρόμους της Πόλης, ρίχτηκε στον Κεράτιο κόλπο. Στη συνέχεια θανατώθηκαν πολλοί κληρικοί και πρόκριτοι, καθώς και οι τραπεζίτες και οι Φαναριώτες που δεν πρόλαβαν να φύγουν στην Οδησσό.

Ανήμερα επίσης του Πάσχα, άρχισαν συλλήψεις δημογερόντων στην Αδριανούπολη και στις 17 Απριλίου του 1821 τριάντα  δημογέροντες σφάχτηκαν στο κατώφλι του σπιτιού τους, μπροστά στα μέλη των οικογενειών τους. Την επομένη, 18 Απριλίου 1821, απαγχονίστηκε στην Αδριανούπολη ο πρώην πατριάρχης Κύριλλος ο ΣΤ΄. Τα τριάντα ένα πτώματα πετάχτηκαν στον Έβρο. Το σκήνωμα του πατριάρχη το περιμάζεψε στο Κούλελι Μπουργκάζ (Πύθιο), ο μυλωνάς Χρήστος Αργυρίου και το έθαψε μέσα σ’ ένα καμαράκι του σπιτιού του. Αργότερα, στο μέρος ταφής οι κάτοικοι του Πύθιου έκτισαν παρεκκλήσι και τιμούν τον πατριάρχη ως προστάτη του χωριού τους.

Τον Μάιο του 1821 και τις πρώτες μέρες του Ιουνίου, πεντακόσιοι Πελοποννήσιοι που ζούσαν στην Κωνσταντινούπολη, επιβιβάστηκαν με τη βία σε πλοία και ποντίστηκαν μέσα σε σακιά στο Βόσπορο, ενώ άλλοι αποκεφαλίστηκαν στους δρόμους.

Την ίδια περίοδο απαγχονίστηκαν στην Κωνσταντινούπολη οκτώ  μητροπολίτες: Τυρνόβου, Αδριανουπόλεως, Δέρκων, Θεσσαλονίκης, Μυριοφύτου, Γάνου και Χώρας, Αγχιάλου και Μεσημβρίας, που βρίσκονταν εκεί ως μέλη του πατριαρχικού συμβουλίου.

 

Ακολούθησαν

  • μαζικές σφαγές στο Διδυμότειχο και τα γύρω χωριά.
  • μαζικές σφαγές σε Αυδήμι, Σαράντα Εκκλησιές, Διδυμότειχο, Κεσσάνη, Βάρνα και Αίνο.

 

  • Απαγχονισμός των προκρίτων Γάνου και Χώρας
  • Απαγχονισμός των προκρίτων της Βάρνας.

 

  • Απαγχονισμοί και σφαγές σε Ραιδεστό, Καλλίπολη, Σηλύβρια, Μυριόφυτο, αμέσως μετά την ανατίναξη από τον Κανάρη του τουρκικού στόλου στη Χίο,
  • Απαγχονισμοί στις Σαράντα Εκκλησιές.
  • Απαγχονισμοί στη Φιλιππούπολη.

 

Εδώ ολοκληρώθηκε η συνοπτική παρουσίαση της συμμετοχής της Θράκης στην επανάσταση του 1821. Σας ευχαριστώ για το χρόνο σας και το ενδιαφέρον σας.

 

Γιώργος Μάνος

Επικαιρότητα

spot_img

Newsroom